- τιμοκρατία
- ηπολίτευμα όπου τα αξιώματα δίνονται ανάλογα με τις περιουσίες των πολιτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τιμοκρατία — τῑμοκρατίᾱ , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem nom/voc/acc dual τῑμοκρατίᾱ , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατίᾳ — τῑμοκρατίαι , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem nom/voc pl τῑμοκρατίᾱͅ , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατία — η, ΝΑ πολιτικό σύστημα τής αρχαίας Ελλάδας κατά το οποίο η συμμετοχή τών πολιτών στη διακυβέρνηση ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους κατάσταση αρχ. το πολίτευμα στο οποίο καθοριστικός παράγοντας είναι η εντιμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + κρατία… … Dictionary of Greek
τιμοκρατικός — ή, ό / τιμοκρκατικός, ή, όν, ΝΑ [τιμοκρατία] 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην τιμοκρατία 2. φρ. «τιμοκρατικό πολίτευμα [ή σύστημα]» και «τιμοκρατική πολιτεία» η τιμοκρατία … Dictionary of Greek
τιμοκρατίας — τῑμοκρατίᾱς , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem acc pl τῑμοκρατίᾱς , τιμοκρατία state in which the love of honour is the ruling principle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тимократия — Формы правления, политические режимы и системы Анархия Аристократия Бюрократия Геронтократия Демархия Демократия Имитационная демократия Либеральная демократия … Википедия
timocracia — (Del gr. time, dignidad + kratos, poder.) ► sustantivo femenino POLÍTICA Forma de gobierno en la que ejercen el poder los ciudadanos más ricos. * * * timocracia (del gr. «timokratía») f. *Gobierno ejercido por las personas que poseen bienes. * *… … Enciclopedia Universal
τίμηση — η / τίμησις, ήσεως, ΝΑ, και δωρ. τ. τίμασις Α [τιμώ] 1. απονομή τιμής, σεβασμού 2. αποτίμηση, διατίμηση («οὔσης τῆς ὅλης τιμήσεως ὑπὲρ ἑξήκοντα τάλαντα», Πολ.) αρχ. 1. δαπάνη, έξοδο 2. εκτίμηση ζημιάς, βλάβης 3. καθορισμός τής ποινής που πρέπει… … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
τιμαρχία — ἡ, Α·1. η τιμοκρατία 2. το αξίωμα τού Ρωμαίου κήνσορα, η τιμητεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + αρχία (< άρχης*)] … Dictionary of Greek